κορνίζωμα

κορνίζωμα
το [κορνιζώνω]
η τοποθέτηση φωτογραφίας, πίνακα ή διπλώματος σε κορνίζα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πλαισίωμα — το, ατος το περιτριγύρισμα με πλαίσιο, κορνίζωμα, πλαισίωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”